- προβαφή
- προ-βᾰφή, ἡ,A previous dipping, PHolm.8.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβαφή — previous dipping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβαφή — ἡ, Α προηγούμενη άλλης εμβάπτιση … Dictionary of Greek
προβάφιον — τὸ, Α [προβαφή] ουσία χρησιμοποιούμενη στο πρώτο στάδιο τής ανάμιξης με άλλες ουσίες … Dictionary of Greek